ύπατος

ύπατος
άτη, ον. 1. высший; верховный;

ύπατος αρμοστής — верховный комиссар; — губернатор;

ύπάτη αρχή — верховная власть;

ανέρχομαι στα ύπατά αξιώματα — дослуживаться до высших должностей;

εις (τον) ύπατον βαθμόν — в высшей степени;

2. (ο ) ист. консул (в Древнем Риме и во Франции в 1799—1804 гг.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ύπατος" в других словарях:

  • Ὕπατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπατος — highest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπατος — Ρωμαϊκό αξίωμα. Βλ. λ. υπατεία. * * * (I) η, ο / ὕπατος, άτη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος, μέγιστος (α. «ανήλθε στο ύπατο αξίωμα τής χώρας» β. «θεῶν ὕπατος», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ύπατος·βλ. ύπατος (II) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ύπατος, -η — ο 1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος: Ύπατα αξιώματα. 2. το αρσ. ως ουσ., ύπατος ο ένας από τους δύο ανώτατους άρχοντες στο ρωμαϊκό κράτος, καθώς και τίτλος του ανώτατου άρχοντα στη Γαλλία πριν από την ανακήρυξη της αυτοκρατορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ύπατος, Ιωάννης — Μεταβυζαντινός ζωγράφος του 17ου αι. Στα 1682 διακόσμησε τον νάρθηκα της μονής της Καισαριανής με πολυπρόσωπες συνθέσεις κατά τα παλαιολόγεια πρότυπα …   Dictionary of Greek

  • Ὑπάτω — Ὕπατος masc nom/voc/acc dual Ὕπατος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάτω — ὕπατος highest masc/neut nom/voc/acc dual ὕπατος highest masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάτων — ὕπατος highest fem gen pl ὕπατος highest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπατον — ὕπατος highest masc acc sg ὕπατος highest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάταις — ὕπατος highest fem dat pl ὑπάτη the highest of the three strings fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάτη — ὕπατος highest fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπάτη the highest of the three strings fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»